Απόσπασμα από το ποίημα της Κικής Δημουλά:
Περιφραστική πέτρα
Πὼς ἤσουνα ἐχθρός μου, δὲν τὸ ἤξερες οἱ λέξεις σου τὸ εἶπαν. Σ᾿ ἐκεῖνες πούλησε ὁ ἔρωτας τὸ σεισμό του κι ἦρθε στὴ ἐπιφάνεια ὅτι δὲ μ᾿ ἀγαποῦσες... |
Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦνΟἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτωνκαὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,μιὰ ἄλλη ἅπλα,ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινηὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,ψιθυριστή,ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένηὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσακι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶςοὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.Αὐτὸ τὸ δισκίο,τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπιτὸ ψυχοτρόπο.
Ποιήματα ἀπὸ τὶς συλλογές, σὲ ἀλφαβητικὴ σειρά
- ΑΓΓΕΛΙΕΣ
- ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ
- ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
- ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
- ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ
- ΓΕΓΟΝΟΤΑ
- ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ
- ΓΡΑΜΜΑ
- ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
- ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ
- ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
- EΡΕΒΟΣ
- ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ
- Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
- Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ
- ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
- ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
- ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ
- Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
- ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
- ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ
- ΠΕΡΑΣΑ
- ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ
- ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ
- ΣΥΝΔΡΟΜΟ
- ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
- ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
ΑΓΓΕΛΙΕΣ
Διατίθεται ἀπόγνωσιςεἰς ἀρίστην κατάστασιν,καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπονἔδαφος πωλεῖταιἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.Καὶ χρόνοςἀμεταχείριστος ἐντελῶς.Πληροφορίαι: ἈδιέξοδονὭρα: Πᾶσα.ΑΝΑΕΡΕΙΠΩΣΗ
ΙΙ
Καὶφοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μουτὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτεςμὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδειτῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣΠότε μὲ εἶχες φέρει ἐδῶνὰ μὲ ξεναγήσεις στοὺς χρησμούς;Νὰ ρωτήσω τὴ μάντιδα Μνήμη.Ἢ ἄλλη, ἡ διπλανὴ ἱέρεια Λήθη,ἔχει πολὺ κόσμο πνίγεται στὴ δουλειὰἀμάσητα καταπίνει τὰ καπνώδη φύλλατῶν λησμονητέων.Βρέχει ἀπὸ χτές.Ὅ,τι βλέπω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίουθέλει νὰ χαθεῖ. Μὲ τὸ ζόρι συγκρατῶ ἀντίκρυτοὺς κίονες μὴν πέσουν τῆς Ἀθηνᾶς Προναίας-νὰ προσέξω ὅταν θὰ καθαρογράφω αὐτὴ τὴ θέαμὴ μὲ παρασύρει ὁ δαίμων τῆς συνήχησηςκαὶ γράψω Προνέας. Θὰ ποῦν πὼς ξεναγῶστὰ ἐρείπια καθρέφτη.Βρέχει. Καταφεύγουν στὸ ἑστιατόριομεγάλες παρέες θορύβων.Συντοπῖτες, ἐραστὲς τῆς ἱστορίας, ζευγάριαἘρωτευμένα –σπουδαστὲς τοῦ μέλλοντός τουςπεριηγητικοὶ συνταξιοῦχοι,ἀναπαλαιωτὲς τῆς ἀνίας οἰκογένειεςσωματεῖα πρόεδροι ὁμιλήτριες ἀνθοδέσμες.Ρέουν ξένες γλῶσσες σὲ ποτηράκια τῆς δικῆς μαςξιφομαχεῖ μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα ἡ βροχὴκαταβροχθίζοντας μερίδες συζητήσεων, μπουκάλιακρασιοῦ ξελαιμιάζονται νὰ διηγοῦνταιἀνέκδοτα ἀστεῖα σπᾶνε γέλια.Οἱ σερβιτόρες ἐντυπώσεις πηδοῦν ἐκστασιασμένεςἀπὸ τραπέζι σὲ τραπέζικραυγαλέα ἐπιδόρπια παραγγέλνει ἡ συντροφικότης.Ἐνῷ ἐγὼ σέβομαι – συντρώγω χαμηλόφωναμὲ τὸ ἕνα ἀπολλώνειο κουβέρ μου.ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξηἀτέλειωτα μένουν.Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου.Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαικάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξημὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρουν᾿ ἀποτελειώνω.ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξηγιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγίαἀπὸ πολὺ βιασύνη,παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλαὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένεςἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,δική μου ἢ ξένη.Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξηγιατὶ καὶ μέλισσες βλέπωνὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη,μὲ περιπάθεια καὶ πίστηνὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της.Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸςνόμος τοῦ παρελθόντος,μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου.Ἂν μένει πάντα κάποια γῦριςστὰ τελειωμένα πράγματαγιὰ τὴν ἐπικονίασητῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπηςκαὶ τῆς ποίησης.ΓΑΣ ΟΜΦΑΛΟΣ
ΙΙΙ
Ἀναστηλώνεται Νοέμβρης τῶν Δελφῶν.Ἀπόβροχο στὶς μετῶπες τῆς ἀπορρόφησής του.Σύννεφα ποὺ δὲν θὰ φύγουν μοιράζονται θρόνους.Ζωφόροι φύλλων κίτρινων κοσμοῦνἈντισεισμικὰ ἀνάκτορα ἀνέμων.Πομπὴ σκαλοπατιῶν.Προπορεύονται οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου, σαρκοφάγοι.Ἀκολουθοῦν βασιλεῖς, προσκυνητὲς τῆς προφητείαςἀρχηγοὶ πολέμων μὲ δῶρα ποὺ στέλνει ἡ φιλοδοξίαστοὺς μάντεις της, αἰῶνες κοιλαράδες βραδυκίνητοιμὲ τὶς ἐπαναλήψεις παλλακίδες τους.Φρουρὰ τῆς ροῆς σωματοφύλακες ἑκατέρωθεν,σαρκοφάγοι πάλι μὲ τὶς περικνημίδες τους-τσουκνίδες καὶ ξερόχορτα.Καθ᾿ ὁδόν, στέψη σκέψηςποὺ ἔκανα γιὰ σένα, ἐπ᾿ ἀνδραγαθία:μὲ τὴν ἀπουσία σου μεγάλωσεςἐξάπλωσες τῶν ἀφανῶν τὶς κτήσεις.Ταξιθέτριες πέτρες στὸ θέατρο.Στὴ σειρὰ τῶν ἐπισήμων κάθονται θυμάρια.Τζαμπατζῆδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρωκρέμονται σκαρφαλωμένοι στὸν ἀπόηχο.Στὸν κορυφαῖο ρόλο της ἡ τραγῳδὸς αὐλαία.Ἐνθουσιώδους παρακμῆς χειροκροτήματα,μπιζάρουν μέλισσες κι ἄλλα βομβώδημελιστάλακτα κεντριά, αἰώρησης κάνιστραμὲ φρεσκοκομμένες πεταλοῦδεςραίνουν τὴν πρωταγωνίστρια ἑρμηνεία μας.Ψηλά, ἀπὸ τὸ στάδιο, ἐξακοντίζονται ἰαχὲςκύκλοι δρομεῖς ἐπευφημοῦνταινικητὴς ἀνακηρύσσεταιἕνας ἕνας ποὺ κλείνει.Ἐπακολουθῶ. Στέρνες βωμοὶ ἄδυτα θυσιῶνὑδραγωγεῖα κινήτρων, ἡ ἀρχαιότερη Πυθία:ἡ σαρκοφάγος πάλι. Ἀλλὰ ἡ ζωὴτὸν ἀποφεύγει τὸν χρησμό της.Στάση σκέψης ποὺ κάνω γιὰ ὅλεςτὶς σπασμένες ἀρτιότητες: «στὸ κάτω μέροςμαρμάρινης τρεχούσης γυναικός»,βῆμα ἀβοήθητο ποδιοῦ πρὸς χαμένο σῶμα,μόνο ἡ κουλουριασμένη κίνησηἀνώνυμου νεκροῦ πολεμιστῆδίπλα σὲ ἀπόστρατη ἀσπίδακαὶ «δούλης νεαρᾶς τὸ σπασμένο κάτοπτρο»-τώρα πῶς θὰ καλλωπίζεται ἡ ὑποδούλωση.Σφὶγξ καθρεφτίζει τὸ ἀναπάντητο.Καντίνες. Κάτι γιὰ τὸ δρόμο. Σάντουιτς,ἀναψυκτικά, ἐμφιαλωμένο λάλον ὕδωρ.Μάρμαρα πάλι, ἀφιερώματα σὲ πέτρεςχαραγμένες. Δύσκολα διαβάζω.Τὸ σκληρὸ ἔμαθα πὼς χαράζειἀλλὰ ὄχι πῶς χαράζεται.Ἀργὰ συλλαβίζοντας ἀναστηλώνωμόνον τὴ λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Ὄχι καὶ μόνο.Ἀκουστὸ ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ Ἐπτοήθη.Μαντεῖο.Γᾶς ὀμφαλός.Δελφοί
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Μόνη, ἐντελῶς μόνη,περπατῶ στὸ δρόμοκαὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύσηἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...Σὲ λίγο ἡ νύχτα,κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησεκαὶ τὴν τύφλωσε.Τοῦ ἀτυχήματος τούτουἐπωφελήθηκεκάποιος παράξενος κατάσκοπος-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-τὸ σύμπαν πυροβόλησεκαὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνηπαρελείφθη.ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ
Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσωστὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶνἔτσι σὲ βρίσκει:πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσεικι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶτῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρεςσπάνια συμπίπτουν.Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.Χορεύουν φύκιακάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰτὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τουςοἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρωμὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνειςγυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.Ξαπλώνουν δίπλα σου.Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρακι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγουςγιὰ νὰ σὲ καταλάβω;Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζειἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰκαὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνεικατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσειστοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτροστὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆςνὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσειςνὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.ΓΡΑΜΜΑ
Ὁ ταχυδρόμος,σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μουμοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελομὲ τὴ σιωπή σου.Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.Ὅμως ὁ ταχυδρόμοςτὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,διαβάζοντας τὰ χέρια μουποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μουκαὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μουτ᾿ ἄγραφά σου.Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσωστέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,στὸ στῆθος σκαμμένοτὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-τὴ σιωπή σου.ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰφτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴκι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.Μόνο καμιὰ φορὰσὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρειἡ περιέργεια- ὄφις προγενέστεροςκαὶ πιὸ φανατικὸςἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαιδὲν ἔχεις τί νὰ χάσειςκαὶ τὴν πείθεινὰ κουλουριάζεται πνιχτὰνὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητηπάνω στὸν διαθέσιμο ἀέραποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερηἀπὸ τὴ στέρησή της.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑΣοῦ εἶπα:- Λύγισα.Καὶ εἶπες:- Μὴ θλίβεσαι.Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷςσταματημένο τὸ ρολόι.Λογικὰ ἀπελπίσουπῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.Κι ἂν αἴφνης τύχεινὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.Κατέβα σοβαρή,νηφάλια αὐτοεκθρονίσουἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖςγι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,τὸ εἶπες.ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλοτρύπιο σάλι ριγμένοστὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονταικάπως στραβὰ στὸν τοῖχοσὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησεἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμέναμὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότηςτρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα- καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖκαὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώνταςἕνα σκαλοπατάκιζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει.Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνεικαὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύεικαὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάειἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτιπολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλακαὶ πικροπαπαροῦνες.Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετοςγραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμοςγιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας.EΡΕΒΟΣ
Σκύβοντας πάνωἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τὴ συσκότισηστίχους ἰσχνοὺς θὰ ἐπιδείξωἀποκλεισμένους ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρίαποῦ πλήγωσε θανάσιμακάποιο δειλό μου λυκαυγές.Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.Ὁ τελευταῖος μόνο στίχοςτίποτε δὲν θὰ λέει.Κοιτώντας θλιβερὰ τοὺς προηγούμενουςθὰ κλαίει.ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξίανὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδαςὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σουμὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;Ποιὰ πυροσβεστικὴψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσασὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμαθὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένοσὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπείασὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦδὲν ἔχω κάνει.Η ΓΛYKΥΤΑΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Τρισάγια κάθε τόσογιὰ νὰ δοθεῖ ἡ ὑπηκοότητα νεκροῦστὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.Ὕψιστε, τί ἐννοεῖςἄλλο νεκρὸς καὶ ἄλλο δοῦλος.Κι ἀπὸ πότε ἐπιτρέπεταινὰ κοιμοῦνται ἔτσι βαθιὰἀτιμώρητοι οἱ δοῦλοι.Τὸν κεκοιμημένον δοῦλόν σου.Θέ μου, ἂν ἀπελευθερώνει ὁ θάνατοςὅπως μᾶς τὸ ὑπόσχεται παρήγορηἡ γλυκύτατη ἀβεβαιότης, ἐσὺγιατί τὸν θὲς ντὲ καὶ καλὰ δουλέμπορο;Τὸν κεκοιμημένον.Περὶ ὕπνου πρόκειται, Κύριε;Μὰ τοῦ κολλάει ὕπνος τοῦ νεκροῦἔτσι εὔκολα νυστάζει ἡ ἀπώλεια τῆς ζωῆς;Ἐδῶ ἐμεῖς, δοῦλοι τοῦ ἀπάνω κόσμου ἀκόμακι ὅμως ποιὸς κλείνει μάτιἂν δὲν τὸν νανουρίσει ὅπως ξέρειμόνο ἡ γιαγιά του ἡ ἀβεβαιότηςμὲ τὴ γλυκεῖα της ρόδινη ἀφύπνιση.Κύριε, μήπως ὅταν ἐνέκρινεςαὐτοὺς τοὺς ἀνελέητους ἀνταγωνιστικοὺς ψαλμοὺςἤσουν ἀκόμη ἄνθρωπος;Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ
Μίλα.Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰμὲ τὴν ἀοριστία.Πές:«ἄδικα»,«δέντρο»,«γυμνό».Πές:«θὰ δοῦμε»,«ἀστάθμητο»,«βάρος».Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονταιμιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.Μίλα.Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖςἀρχίζει ἡ θάλασσα.Πὲς κάτι.Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζειἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.Πὲς «στιγμή»,ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,μὴν τὴ σῴζεις,πὲς«δὲν ἄκουσα».Μίλα.Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχταστὴν τύχη.Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,πὲς «ἐλάχιστη»,ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.Ἐλάχιστηαἴσθηση,λύπηὁλόκληρηδική μου.Ὁλόκληρη νύχτα.Μίλα.Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.Πὲς «πέτρα»,ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.Ἔτσι, ἴσα ἴσα,νὰ βάλω ἕναν τίτλοσ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸτοῦ ἀνώφελου.Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμηνὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊαςσὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆςΦωτογραφίαςποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοιἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;Θὰ πεῖςκαὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
ΜΙΑ ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΥΡΙΑ
Βρέχει...Μία κυρία ἐξέχει στὴ βροχὴμόνηπάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν οἶκτοςκι εἶναι ἡ κυρία αὐτὴσὰν ράγισμα στὴ γυάλινη βροχή.Τὸ βλέμμα της βαδίζει στὴ βροχή,βαριὲς πατημασιὲς καημοῦτὸν βρόχινό του δρόμογεμίζοντας. Κοιτάζει...Κι ὅλο ἀλλάζει στάση,σὰν κάτι πιὸ μεγάλο της,ἕνα ἀνυπέρβλητο,νά ῾χει σταθεῖμπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ κοιτάζει.Γέρνει λοξὰ τὸ σῶμαπαίρνει τὴν κλίση τῆς βροχῆς―χοντρὴ σταγόνα μοιάζει―ὅμως τὸ ἀνυπέρβλητο μπροστά τῆς πάντα.Κι εἶναι ἡ βροχὴ σὰν τύψη.Κοιτάζει...Ρίχνει τὰ χέρια ἔξω ἀπ᾿ τὰ κάγκελατὰ δίνει στὴ βροχὴπιάνει σταγόνεςφαίνεται καθαρὰ ἡ ἀνάγκηγιὰ πράγματα χειροπιαστά.Κοιτάζει...Καί, ξαφνικά,σὰν κάποιος νὰ τῆς ἔγνεψε «ὄχι»,κάνει νὰ πάει μέσα.Ποῦ μέσα ―μετέωρη ὡς ἐξεῖχε στὴ βροχὴκαὶ μόνηπάνω σ᾿ ἕνα ἀκυβέρνητο μπαλκόνι.(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ
Ἄρχισε ψύχρα.Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρηξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,λόγια, πουλιά,πλαστογραφία ζωῆς.Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,πολλοὶ διάττοντες ἔρωτεςἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρακι ὅλα νὰ φεύγουν.Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγιαἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλημὲ λύπη αὐτοδίδακτη.Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυσηκι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».Ἄρχισε ψύχρα.Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,ὄνομα οὐσιαστικόν,πολὺ οὐσιαστικόν,ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,γένους ἀνυπεράσπιστου.Πληθυντικὸς ἀριθμὸςοἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.Ὁ φόβος,ὄνομα οὐσιαστικὸνστὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸςκαὶ μετὰ πληθυντικὸςοἱ φόβοι.Οἱ φόβοιγιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.Ἡ μνήμη,κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,ἑνικοῦ ἀριθμοῦμόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦκαὶ ἄκλιτη.Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.Ἡ νύχτα,Ὄνομα οὐσιαστικόν,Γένους θηλυκοῦ,Ἑνικὸς ἀριθμός.Πληθυντικὸς ἀριθμὸςΟἱ νύχτες.Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
Αὐτὴ τὴ μέραἄφησε νὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ τὴν ἱστορία μου:Μελαγχολικός της ζωῆς ἄνεμος εἶμαιποὺ νυχτώθηκα καὶ ἀπόμεινα σ᾿ ἕνα χθὲς ἀνάλγητο.Ἔλα λοιπόν, καὶ μὲ τὰ μάτια σου,ποῦ ῾ναι καταχνιὰ κι ἐνάστρωση,τὸ σύθαμπο καὶ τὸ πρωὶσὲ μιὰν ἀλλόκοτη σύγκλιση,ἀνάστειλε τὴ νύχτα μου.ἜλαΚι ἂς εἶναι μοιραῖο πὼς ἀργότερα,ὅταν ἀνάμεσά μας θ᾿ ἀναδεύεται,σὲ ἀνυπόφορη μεγέθυνση,τὸ μυστικό μας τ᾿ ἀδυσώπητο,-πὼς σημερινοὶ εἴμαστε καὶ ξένοι-μὲ τὸν ὑποβολέα τῆς πίκρας μουπαμπάλαιο κατευόδιο θ᾿ ἀπαγγείλω πάλιστὶς ὧρες τὶς ἀγέρωχες,ποὺ ἀνεβασμένες στὶς σχεδίες τοῦ ἀνέκκλητουπρὸς ἕνα ἀδηφάγο αὔριο θὰ λάμνουν.ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνωπαράνομασὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲςδὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτωτὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγωμὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,ἐκεῖ τὸν ἀναθέτωσ᾿ ἕναν ἥλιοχωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,ἀμετακίνητο,προσωπικό μου.Ἐκεῖ συμβαίνω.Κάποτε, ὅμως,παύει αὐτό.Καὶ συστέλλομαι,κι ἐπανέρχομαι βίαια(πρὸς καθησυχασμόν)στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴπεριοχὴστὴν ἐγκόσμια πίκρα.Καὶ διαψεύδομαι.
ΠΕΡΑΣΑ
Περπατῶ καὶ νυχτώνει.Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτωνμ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.Πέρασα μέρες μὲ βροχή,ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸτὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινοὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρωνὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγεικι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνιακαὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦνσὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.Τὰ τεντωμένα τόξα τουςβγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρακαὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τουςνὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψακαὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.Ἔλαβα κάρτες σύντομες:ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρακαὶ κάτι χαιρετίσματαἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέριακαὶ νὰ χάνω χέρια.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Ταξίδεψα μάλιστα.Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασακι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰκαὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουνἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδακι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίεςὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμιὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸστὰ ξεροπόταμακαὶ παρασύρθηκα.Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ
Περιμένω. Σὲ φουαγιὲ θεάτρου.Ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει ἡ παράστασηβλέπω τί παίζεται πλαγίωςἐντὸς ἐνυδρείου ποὺ διασκεδάζειτὴν ἀναμονή.Τετράγωνο περίπου σὰν κουτὶπαπουτσιῶν στὸ νούμερο τῆς ὑπερβολῆς.Σὲ γωνία σφηνωμένο γιὰ νὰ γεύονταιδιπλὴ ἀσφυξία οἱ τοῖχοι.Μικρὰ ψαράκια ὅσο τὸ χρυσαφὶ τοῦ ἥλιουἐπάνω σὲ χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβοτρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι τὰ κυνηγᾷ.Νᾶνος βυθός. Τὸν γαργαλάει εὔκολαμὲ τὰ κοντά της δαχτυλάκια ἡ ἐπιφάνεια.Συνθλίβεται ἡ πλεύση συχνὰστὶς συμπληγάδες πέτρες-χαλίκιεὕρημα στεριανό.Κάθε τόσο ἀγωγὸς κρυμμένος στέλνειβίαιο ἀέρα φουρτουνιάζει κάπως ἡ ἀνίαφύκια ξεμαλλιάζονται μὲ πλαστικὸνὀλοφυρμό. Γιὰ λίγοκαταποντίζεται ἡ ὁρατότης. Ὥσπουμισοπνιγμένη τὴν τραβᾶνε κατὰ πάνωκάτι φυσαλίδες ὀξυγόνου μικρὲςσὰν καρφίτσας κεφαλάκι ποὺ βγαίνουνἀπὸ τῶν ματιῶν μου τὴ λιγοστὴ φιάλη.Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναιοὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ
Σκορπίζουντῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦνἀπὸ τὴ διαύγειά τους.Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰπότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲςχαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχαὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.Ἂς παραδοθεῖ.Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνειαἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματαὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸμὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξεὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησαἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγαἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνισηκι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦνἀπὸ τὴ διαύγειά τους.Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴΜαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπηἂς παραδοθεῖ.Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμεεἶναι ἡ ἀπουσία μας.ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
Σοῦ ἔτεινα προσέγγισηἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σουἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας τουπάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερατηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶστὸν ἐναέριο χῶρο τουκαὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανοκυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸνὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασακαὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948
Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον.Παράξενο.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουπέρασε κῆπος κάποτε.Στὸ ἄλλο χέρικρατῶ πέτρα.Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση.Ὑπόνοια καμιὰὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις,προγεύομαι ἄμυνες.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουπέρασε ἄγνοια κάποτε.Χαμογελῶ.Ἡ καμπύλη του χαμόγελου,τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως,μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο,ἕτοιμο.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουπέρασε στόχος κάποτε.Καὶ προδιάθεση νίκης.Τὸ βλέμμα βυθισμένοστὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα:τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸτῆς προσδοκίας γεύεται.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουπέρασε πίστη κάποτε.Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο.Φοράει στολὴ δισταγμοῦ.Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναισύντροφός μου ἢ καταδότης.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουπέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.Σὺ δὲν φαίνεσαι.Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο,γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη τουκρατώντας λουλούδικαὶ χαμογελώντας,θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι.Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μουζωὴ πέρασες κάποτε.