Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ- ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΟΛΥΤΗΣ


Ὁ ἄλλος Νῶε

Ἔρριξα τοὺς ὁρίζοντες μὲς στὸν ἀσβέστη, καὶ μὲ χέρι ἀργό ἀλλὰ σίγουρο πῆρα νὰ χρίσω
τοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ μέλλοντός μου.

Ἡ ἀσέλγεια, εἶπα, εἶναι καιρός ν’ ἀρχίσῃ τώρα τὸ ἱερατικό της στάδιο, καὶ σὲ μιὰ Μονή Φωτὸς
 ν’ ἀσφαλίσῃ τὴν ὑπέροχη στιγμή ποὺ ὁ ἄνεμος ἔξυσε λίγο συννεφάκι πάνω ἀπὸ
 τ’ ἀκρότατο δέντρο τῆς γῆς.

Κεῖνα ποὺ μόνος μόχθησα νὰ βρῶ, γιὰ νὰ κρατήσω τὸ ὕφος μου μέσα στὴν καταφρόνια,
θά ’ρθουν – ἀπὸ τὸ δυνατό τοῦ εὐκαλύπτου ὀξύ ὥς τὸ θρόισμα τῆς γυναίκας
 – νὰ σωθοῦν στῆς ἀσκητείας μου τὴν Κιβωτό.

Καὶ τὸ πιό μακρυνό καὶ παραγκωνισμένο ρυάκι, κι ἀπ’ τὰ πουλιά τὸ μόνο ποὺ μ’ἀφήκαν,
τὸ σπουργίτι, κι ἀπὸ τὸ πενιχρό τῆς πίκρας λεξιλόγιο, δύο, κἄν τρία, λόγια:
 ψωμί, καημός, ἀγάπη...

(Ὦ Καιροί ποὺ στρεβλώσατε τὸ οὐράνιο τόξο, κι ἀπ’ τὸ ραμφί τοῦ σπουργιτιοῦ ἀποσπάσατε
 τὸ ψίχουλο, καὶ δέν ἀφήσατε μήτε μιὰ τόση δά φωνοῦλα καθαροῦ νεροῦ νὰ συλλαβίσῃ
στὴ χλόη τὴν ἀγάπη μου,

Ἐγώ, που ἀδάκρυτος ὑπόμεινα τὴν ὀρφάνια τῆς λάμψης, ὦ Καιροί, δέ συγχωρῶ!..)

Κι ὅταν, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τρώγοντας τὰ σπλάχνα, λιγοστέψῃ ὁ ἄνθρωπος, κι ἀπὸ τὴ μιά
στὴν ἄλλη

Γενεά, κυλῶντας τὸ Κακό, ἀποθηριωθῇ μὲς στὸ παντερειπωτικό οὐράνιο,

Τὰ λευκά τῆς μοναξιᾶς μου μόρια, πάνω ἀπὸ τὴ σκουριά τοῦ χαλασμένου κόσμου
 στροβιλίζοντας, θὰ πᾶν νὰ δικαιώσουν τὴ μικρή μου σύνεση

Κι ἁρμοσμένα πάλι τοὺς ὁρίζοντες μακρυά θ’ ἀνοίξουν, ἕνα-ἕνα στὰ χείλη τοῦ νεροῦ
 νὰ τρίξουν τὰ λόγια τὰ πικρά,

Τὸ παλιό μου τῆς ἀπελπισίας νόημα δίνοντας

Ὡσὰν δάγκωμα σὲ φύλλο οὐρανικοῦ εὐκαλύπτου, ἡ ἁγία τῶν ἡδονῶν ἡμέρα νὰ μυρίσῃ

Καὶ γυμνή ν’ ἀνέβῃ τὸ ρεῦμα τοῦ Καιροῦ ἡ Γυναῖκα ἡ Χλοοφόρος

Ποὺ μ’ἀργότη ἀνοίγοντας βασιλική τὰ δάχτυλα, μιά γιὰ πάντα θὰ στείλῃ τὸ πουλί

Στῶν ἀνθρώπων τὸν ἀνίερο κάματο, ἀπὸ κεῖ ποὺ ἔσφαλε ὁ Θεός, νὰ στάξῃ

Τρίλια τῆς Παράδεισος!