Θεόδωρος Σαντάς-Η οργή των νεκρών

4.bp.blogspot.com
________________________________________________________________________________
                                             
Ονειρεύομαι σε απέραντους δρόμους
κι ακούω τη μουσική των πατρίδων του Πόντου
κι όλο βυθίζομαι στον ήχο της λύρας του
κι όλο τραβάω βαθιά, στα λαγγεμένα βουνά
στα ψηλά και τα όμορφα
στο «Αμάραντο ρόδο» της «Σουμελά».
Πού ν’ αποθέσω τον άφατο πόνο
του κυνηγημένου ελληνισμού ;
Κάθε σπίτι και μια πλειάδα νεκρών
από μαχαίρι ή βόλι του Οθωμανού
τόσο, που ντύθηκε μαύρο σύννεφο.
Ψάχνω ένα κύμα να κλάψω
ένα τραγούδι της λήθης ,λίγη μακροθυμία του ορίζοντα
ό,τι απόμεινε απ ’την ελπίδα και δεν έγινε θάνατος.
Γίναν οι μνήμες μου άληκτες και το τραγούδι πληγή.
«Πάρθεν ο Πόντος ,πάρθεν η Ρωμανία».
Βαδίζω τυφλά ,σαν τους «Μύριους»
κι όλο ένα αίμα ,απλώνει στον ίσκιο μου.
κι όλο βουλιάζω μερόνυχτα ,στην «Αλμυρή μου την έρημο»
να φτάσω επιτέλους στα νερά του Σαγγάριου
κι άντε να βρεις Ξενοφώντα
να αντικρίσεις τη δική σου τη θάλασσα.
Στη μεγάλη ιδέα ,κάμποσοι ανάξιοι στάθηκαν
κάποιοι κουράστηκαν ,οι ηγήτορες δεν πρόβλεψαν
των συμμάχων την αλλαξοπιστία
το σύμφωνο της ρωσικο- ουκρανο- τουρκικής φιλίας.
Κι ήρθε η ρήξη κι ο χαλασμός
η λαίλαπα της καταστροφής.
Κι άρχισε η ατέρμονη αρρυθμία του ελληνισμού
το κυνηγημένο κοπάδι να τρέχει σαν θύελλα
να πιαστεί απ’το τίποτα.
Όλα αυτομόλησαν ,όταν έλειψε η φρόνηση
όταν το αξιόμαχο το κατέλυσε
το άκαμπτο Εγώ των ταγών.
Μας έμεινε η παρηγορία του Μύθου
του Μαρμαρωμένου βασιλιά τα τραγούδια
η Κόκκινη μηλιά του «Πατροκοσμά».
Μας έμεινε η άγρια πληρωμή του καιρού
το κύκνειο άσμα της Βασιλεύουσας
το «Εάλω η πόλις»
το Υπερμάχω της «Νέας Ιερουσαλήμ».
Σ’ αυτή την όμορφη πόλη, σ’ αυτό το στολίδι του κόσμου
-σ ’αυτό των θαυμάτων το θαύμα ,στην Αγία του Θεού Σοφία-
έμεινε η αιώνια δόξα
και σε μας έμειναν, μόνο τα δάκρυα
«το πάλι με χρόνους με καιρούς».
Κρεμάστηκαν οι δικέφαλοι
στα λάβαρα της ορθοδοξίας και μετώκησαν
στη μητέρα Πατρίδα
Μας έμεινε η γενοκτονία
χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων
η οιμωγή της Μικράς Ασίας και ο θρήνος της «Πόλης»
Μας έμειναν οι τάφοι στα «τάγματα εργασίας»
χωρίς σταυρό, με κάτι πέτρες
σηματωρούς των κεκοιμημένων.
Είπα κι εγώ ένα τρισάγιο να κάνω
μα πού ιερέα να βρω, έναν ύμνο να ψάλλει
ένα κεράκι ν’ ανάψω , ν ’αλαφρύνει ο ύπνος τους;
Ένα επίγραμμα ,σαν Σιμωνίδης θα χαράξω
πάνω στον τύμβο τους
μνημοσύνη στη μνήμη τους, το σεβασμό μου ν’ αφήσω.
Επιστρέφει πιο δυνατός ο στίχος του ποιητή.
«Την οργή των νεκρών να φοβάστε».
Ψάχνω μια άδεια εκκλησιά
μοναχός μου να ψάλλω τα «Χαίρε» .
Μόνο αγκάθια των θάμνων, στα ερείπια βρίσκω
και πληγωμένες εικόνες
κάτω από πέτρες και χώματα.
Αχ, είναι κι εκείνη η Πέργαμος
η μαγεμένη Πέργαμος
με βιβλιοθήκες, μ’ Ασκληπιεία και θέατρα .
«Πέργαμε ,αχ ωραία Πέργαμε
φεύγαμε και για σένα κλαίγαμε».
Θέλω να λησμονήσω ,μα δεν μπορώ.
Θα μείνω λίγο ακόμα
στους ορίζοντες
στους «Επτά παίδες, εν Εφέσω»
-όσο είναι καιρός-.
τι «αύριο η ζωή μας, κάνει πανιά».
Βλέπω των φονιάδων τα άλογα
την αποχαλίνωση των άτακτων του Κεμάλ
Σέρνουν το Χρυσόστομο ακέφαλο
στους δρόμους της Σμύρνης
με δίχως μάτια και αυτιά, με κομμένα τα χέρια.
Πορφύρα η θάλασσα , από αίμα αθώων αμάχων
στην παραλία του «Και».
Μαίνεται η φωτιά του Σεπτέμβρη
κι όλο ξεχύνεται ο αλαλαγμός
με βωμολοχίες και αναθεματισμούς
για των ελλήνων το γένος.
Ποιο όνειρο του ελληνισμού μπορεί
να βλαστήσει τώρα πάνω στ’ αποκαΐδια
όταν εγκαταλείπεται απ’ όλους;
Ό,τι ωραίο οικοδόμησε η Ρωμιοσύνη
στη διαδρομή των αιώνων
το αποκαθήλωσε ο Οθωμανός.
«Τόση αίγλη, τόσα ονόματα ευκλεή» .
Τα αποδεκατισμένα πουλιά της Ιωνίας
πήραν μαζί τους -ό,τι πρόλαβαν-και βγήκαν αντίκρυ
στα πολυδάκρυτα δέντρα της Χίου
στους ελαιώνες της Λέσβου
στους αμπελώνες της Σάμου
Άλλους τους προσάραξε η θάλασσα
πιο μακριά, στη Σαλονίκη , στον Πειραιά
στην Αλεξαντρούπολη, στην Πάτρα, στο Βόλο.
Τους έλειψαν οι Άγιοι της Καππαδοκίας
κι « οι υπόγειες πολιτείες » της .
Τους έλειψαν τα βήματα του ζεϊμπέκικου
η μαγεία του Βόσπορου, ο έρωτας του αντικριστού
«της Σμύρνης οι μάγισσες» το παραμύθι και τ’ όνειρο.
Τους έλειψαν της Λωξάντρας τα ντολμαδάκια.
Έφευγαν ,κι νους τους ήταν πάντα εκεί
κι άχνιζε το παράπονο τα ποιήματα
των αιώνων που άφηναν πίσω.
Άλλους τους θέρισε η μαλάρια του κάμπου
κι άλλους η φτώχεια κι η πείνα
μα πιότερο το μαχαίρι του λόγου.
Τουρκομερίτες και Τουρκόσπορους
τους βάπτισε ο ντόπιος κι η άγνοια .
Τέτοιες στιγμές η μικροψυχία κυλιέται στο βούρκο
σε περιμένει η προδοσία
κονταίνει η φρόνηση.
Αλί, στον ανήμπορο και στον άστεγο.
Ποιος βολεμένος νοιάζεται, για την οδύνη του άλλου;
Μόνο ο χρόνος, θα κάνει τις πληγές μας
να μη φαίνονται ανοικτές
να ξαναβρούν την Άνοιξη οι καρδιές.
Πού νά’ βρεις τώρα οραματιστή
όλα έχουν περάσει ,στο χθες.
Κι όμως κι αν ακόμη ,πολλά μας πληγώνουν
στην οδύνη δεν πρέπει να μείνουμε.
Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε, να μεθύσουμε
μ’ ελπίδα και τραγούδια του ήλιου
να τραβήξουμε μπρος ,να χορέψουμε πάνω στο κύμα
σαν καημός των Ελλήνων, σαν φωτιά του Ρωμιού
σαν ρυθμός απ’τα σπλάχνα μας.
«Βάρα νταγερέ, βάρα νταγερέ
σαν το κύμα να χορέψω, σαν φωτιά μωρέ».
Μητέρα Ελλάδα
αυτός ο κόσμος ο μικρός ,ο μέγας
σε πλούτισε με την τέχνη του και τη γνώση
τον πολιτισμό και τα γράμματα.
Αυτός ο κόσμος, σου στάθηκε ευλογία.
Να τον μακαρίζεις αιώνια!
Μητέρα Πατρίδα
νιώθω περήφανος ,γιατί μόνο σ’ εμάς
ανήκει ο κόσμος του Ομήρου» ,γιατί ως είπε κι ο ποιητής
«Ό,τι είναι ο νους κι η καρδιά για τον άνθρωπο
είναι για την οικουμένη, η Ελλάδα»(Γιόχαν Γκαίτε)
και ως θα πρόσθετε κι ο «Αλεξανδρινός» μας ποιητής
«και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.»
Κλείνω τα μάτια ,να ζήσω το μεγαλείο σου Ελλάδα
μες στο φως ,να ’βρω περισσότερο φως.
Ο πιο μεγάλος μου έρωτας
των Δελφών ο Ηνίοχος κι οι ακρογιαλιές του Ομήρου
και η πιο τρανή μου αγάπη
οι Καρυάτιδες κι η Αφροδίτη της Μήλου
για Οθωμανούς θα μιλούμε τώρα ;
_________________________________________________________________________________

Θεσσαλονίκη 23-2-2010
Θεόδωρος Σαντάς. Μαθηματικός, ποιητής