Ελένη Σέττα-Μια ευχή

___________________________________________________________________________________
 
Μικρή έφτιαχνα σπίτια και μεγάλωνα κούκλες,
έτρωγα φύλλα από λαρίκια, τηγανισμένα με κουρκούτι,
που η μάνα μου τα βάφτιζε ψάρια.
Μεσα από τις σκιές τ’ απομεσήμερου ,
καβάλα στ’ άλογο, έρχονταν το βασιλόπουλο ...
και μου κρατούσε συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα.
Σαν μέστωσα τα σπιτάκια έγιναν σπίτι ,
αγορασμένο με κόπο και με δάκρυα ,που ακόμα το χρωστώ
κι οι κούκλες παιδιά με σάρκα και οστά και χιλιάδες προβλήματα .
το βασιλόπουλο ένας κοινός θνητός που δίψαγε, πείναγε, γκρίνιαζε
κι έτρεχε ολομερής, μαζί με μένα π’ αγαπούσε, για τον επιούσιο.
Τωρα στη δύση της ζωής μου δεν με νοιάζει για το σπίτι,
παρακολουθώ μ’ ενδιαφέρον και αγάπη, πως τα παιδιά μου,
με τον ίδιο κόπο στον δίσεκτο καιρό, μεγαλώνουν τα δικά τους.
Θαυμάζω τον τρόπο που ο χρόνος χαράζει,
το πρόσωπο και την ψύχη του συντρόφου μου και το δικό μου.
Δεν μεγαλούργησα, δεν είδα όσα θα ήθελα, όμως έζησα
και πάντα στο βάθος του μυαλού μου μια ευχή,
σαν ξόρκι, ακολουθεί την κάθε στιγμή μου…
ας υπάρχει ειρήνη, άλλοι έχουν ζήσει και χειρότερα…
____________________________________________________________________________________
 
Η φωτογραφία και το ποίημα είναι από το χρονολόγιο της Ελένης Σέττα στο facebook.
 
Το ποίημα "Μία ευχή" θα συμπεριληφθεί στην ύλη της ωριαίας ποιητικής τηλεδιάσκεψης
για την Παγκόσμια Ειρήνη.
[Θα συμπεριληφθεί (μεταφρασμένο στην Αγγλική-δείτε παρακάτω) στην Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία με θέμα την Παγκόσμια Ειρήνη.]
Στα πλαίσια του WORLD POETRY CANADA AND INTERNATIONAL PEACE POETATHON, που οργανώνει η διεθνής διαδικτυακή ομάδα ποιητών με έδρα τον Καναδά... διαβάστε περισσότερες πληροφορείες στο link που ακολουθεί: winebar. 
____________________________________________________________________________________
A wish

When I was a kid, I was building little houses and was caring about dolls ,

I was eating battered leaves from larch , fried,
which my mother had named "fried fish".
Through the shadows of the afternoon ,
my prince was arriving
keeping me company until dawn .
As I grew up the little houses became a real home,
which I bought with tears and hard work , which I still owe,
dolls became children with flesh and bones and thousands problems.
My prince became a simple man who was thirsty , hungry , grumbling
all the time and who ran along with me, his loved one, for the everyday bread.
Now in the twilight of my life I do not care for houses,
I watch with interest and love , how my children
grow their own kids, having the same troubles as I did in our cursed epoch,
I admire the way time is etching on my soul mate's and my own face.
I did not thrive, I did not see all that I would like to see , but I LIVED
and always on the back of my mind, there's a wish,
like a spell, following me every moment ...
Let us be in peace, other people have lived far worse than us ...
 
Helen Setta
 
Translation Chryssa Velissariou