ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Εδώ παλαίψανε οι φοιτητές με το μεγάλο δράκο.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι πρώτοι τη βολέψανε.
Άλλος στο βουλευτήριο,
άλλος στη δημαρχία,
άλλος κλειδούχος στο κοινό ταμείο
κι άλλος παρατρεχάμενος στου αρχηγού τη βίλλα.
Οι δεύτεροι, παρέμειναν ανώνυμοι,
σαν τους λοιπούς οπλίτες.
Της επταετίας αγωνιστές,
κορόιδα της μεταπολίτευσης,
σαν τα σφαχτάρια κρέμονται
απ’ το τσιγκέλι των ιδανικών τους
ΤΡΙΣΤΙΧΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΥΠΤΗ
Πλευρό αλλάζεις
τις νύχτες μέσ’ στο μνήμα
πικρέ πατέρα;
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Ανάβω το καντήλι σου,
φροντίζω το κερί να μη σου λείψει.
Τι άλλο θες και μου καρφώνεις στα πλευρά
μαχαίρια μνήμης;
ΑΠΟΨΕ
Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατήθηκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να τού ‘λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ΄κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.
Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.
Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας.
ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ
I
Ένας καημός ρινόκερος είναι το ποίημα.
Ολοζωής την ψυχή του ποιητή
πασχίζει να ξεριζώσει.
II
Γνωρίζει πάντα ο ποιητής
ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο θανάτου
για το ποίημα.
III
’λλωστε ο ίδιος
το οδηγεί πολλές φορές
σε εσκεμμένη αποτυχία
με την ελπίδα να το τιθασεύσει.
IV
Αλλά το ποίημα
ποτέ δεν τιθασεύεται.
Κι αν για να γεννηθεί την ψυχή του ποιητή
πρέπει να σχίσει,
θα το κάνει
V
κι ο ποιητής αντίρρηση δεν θα 'χει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το «πώς πάνε τα παιδιά σταμαθήματα;»
και με το «τί καινούριο μάς γράψατε;»
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργαστάσιο·
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν’ αλλάξει επιτέλους το θέμα της συζήτησης.
Με το «έτσι ο ένας κι’ έτσι ο άλλος!»
Μέ το «ακούστε και τούτο που άκουσα!»
Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμοuν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.
Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σoυ για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.
Η έγνοια σου για την φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.
ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Η Μαριάνθη πηγαίνει τα' ανοιξιάτικα απογεύματα
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.
Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.
Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του ..........
Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.
Καλέ κυρία - τη ρωτάει - έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;
Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το "πώς πάνε τα παιδιά στα μαθήματα;"
και με το "τι καινούριο μας γράψατε;".
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργοστάσιο,
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν' αλλάξει επιτέλους το θέμα συζήτησης.
Με το "έτσι ο ένας κι έτσι ο άλλος!",
με το "ακούστε και τούτο που άκουσα!!".
Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα σου
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμουν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.
Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σου για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.
Η έγνοια σου για τη φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.
CONSERTO MORTO
Όπως αγνάντεψε η νύχτα απ’ τ’ ακρωτήρι
έφυγε ο πιο μικρός απ’ την παρέα.
Να μη με περιμένετε – είπε –
απόψε θα χορέψω
με την πεθαμένη.
ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Απ’ τη στιγμή
που τον κυρίευσε η απογοήτευση
πέρασε την υπόλοιπη ζωή του
σε χρόνο υπερσυντέλικο.
Ο Γιώργος Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας. Εργάστηκε σαν τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στην βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, απ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας BookPress. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του: Πτωχόν Μετάλλευμα (1990), Αμειψισπορά (1996), Ενθύμιον (2004), Από μνήμης (2010), το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944-το Ολοκαύτωμα (2010) και Πιστοποιητικά θνητότητος (2014). Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Ποιήματα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ο Γιώργος Θεοχάρης είναι ένας ποιητής που βγάζει λέξεις μέσα από τις αλήθειες της ψυχής του και μας εξιστορεί με την ηρεμία που του χαρίζει η ακροθαλασσιά στα
Άσπρα Σπίτια, ο τόπος που ζει, ενθύμια και μνήμες που είναι πάντα ζωντανά μέσα στη καρδιά του. Στίχοι που μας αγγίζουν και στη συνέχεια έρχονται να ζωντανέψουν τα δικά μας βιώματα.